Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου – Η «μεσολιθική θεωρία» για την αρχική κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων

Κατά την αποκαλούμενη «μεσολιθική θεωρία», οι ευρωπαϊκές γλώσσες πρέπει να εξαπλώθηκαν αφενός μεν προς νότον (Αιγαίο, Μεσόγειος, Ατλαντικός ωκεανός) από τη βορειο-κεντρική Ευρώπη, αφετέρου δε προς ανατολάς (Ασία) από τις στέπες

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με την αρχική κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Παρά ταύτα, είναι εφικτή η ομαδοποίηση πολλών εξ αυτών σε τέσσερις γενικές θεωρητικές προσεγγίσεις, που μπορεί να ταξινομηθούν με χρονολογική σειρά ανάλογα με την προτεινόμενη χρονολογία για τις ινδοευρωπαϊκές μετακινήσεις.

Σύμφωνα με την πρώτη από τις εν λόγω θεωρίες, αυτήν που τάσσεται υπέρ της πλέον πρώιμης χρονολόγησης της διασποράς των Ινδοευρωπαίων, οι Πρωτοϊνδοευρωπαίοι τοποθετούνται σε μια ευρεία περιοχή της Ευρώπης, που απλώνεται από τη νότια ακτογραμμή της Βαλτικής έως τη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία. Η έκταση αυτή περιλαμβάνει τόσο τις μεικτές γεωργικές εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικο-κεντρικής Ευρώπης όσο και τις πιο ευέλικτες κτηνοτροφικές περιοχές της στέπας και της δασώδους στέπας της νότιας Ουκρανίας και της Ρωσίας.

Επομένως, δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, δύο διαφορετικές ζώνες, σύμφωνα με την πρώτη εκ των εξεταζομένων θεωριών, συνενώνονται σε μία γλωσσική οντότητα. Και μάλιστα, εφόσον είναι αδύνατον να αποδειχθεί μια αξιοπρόσεκτη μετακίνηση πληθυσμών από τη μια ζώνη προς την άλλη, αμφότερες πρέπει να περιλαμβάνονταν στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή κοιτίδα. Το προτεινόμενο χρονολογικό πλαίσιο εν προκειμένω είναι η Μεσολιθική Περίοδος, δηλαδή οι χρόνοι πριν από το 6000 π.Χ.

Κατά την ίδια πάντα θεωρία, οι ευρωπαϊκές γλώσσες πρέπει να εξαπλώθηκαν αφενός μεν προς νότον (Αιγαίο, Μεσόγειος, Ατλαντικός ωκεανός) από τη βορειο-κεντρική Ευρώπη, αφετέρου δε προς ανατολάς (Ασία) από τις στέπες.

Η πρώτη αυτή θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος της αρχικής κοιτίδας των Ινδοευρωπαίων, η αποκαλούμενη «μεσολιθική θεωρία», παρουσιάζει εμφανέστατες αδυναμίες. Κατ’ αρχάς, είναι κατά το μάλλον ή ήττον ασυμβίβαστη τόσο με τις ενδείξεις για την ύπαρξη μεικτής αγροτικής οικονομίας όσο και, κυρίως, με την τεχνολογία της Ύστερης Νεολιθικής Περιόδου και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, που δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Μεσολιθικής Περιόδου. Πέραν τούτου, η θεώρηση της υποτιθέμενης αυτής κοιτίδας ως μιας πολιτισμικής ενότητας δεν επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα.

Εν κατακλείδι, η προαναφερθείσα πρωτοϊνδοευρωπαϊκή κοιτίδα είναι απλώς απόρροια μιας ήκιστα πειστικής προσπάθειας να συμφιλιωθούν αντικρουόμενες θεωρίες, που τοποθετούν την κοιτίδα είτε στη βόρεια Ευρώπη είτε στις στέπες.

in.gr