Η σπουδαιότερη φωνή του 20ου αιώνα, η γυναίκα με την εξωπραγματική έκταση φωνής, με την σπάνια ευαισθησία, με ερμηνείες που έμειναν στην ιστορία ζωντάνεψε ξανά στο Ηρώδειο
H Μαρία Κάλλας επέστρεψε στο Ηρώδειο. Αυτή ήταν η κατακλείδα μιας βραδιάς που αναμέναμε εδώ και πάνω από ένα χρόνο και μας δικαίωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η παράσταση «Μαρία Κάλλας: Επιστολές και αναμνήσεις» ήρθε επιτέλους στην Αθήνα -μετά την περσινή αναβολή- και το κοινό την αγκάλιασε ως όφειλε.
Η σπουδαιότερη φωνή του 20ου αιώνα, η γυναίκα με την εξωπραγματική έκταση φωνής, με την σπάνια ευαισθησία, με ερμηνείες που έμειναν στην ιστορία ζωντάνεψε ξανά στο Ηρώδειο.
Σε ένα χώρο όπου η ίδια εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως Μαρία Καλογεροπούλου, μαθήτρια ακόμα του Ωδείου Αθηνών.
Η Μόνικα Μπελούτσι δεν έπεσε στην παγίδα της προσωπικής αναφοράς. Ήταν εκεί μέλος μια ομάδας και όχι η πρωταγωνίστριά της. Μετέφερε τα λόγια της Μαρίας Κάλλας και ένα κομμάτι της ψυχής της.
Ένα πολύ μικρό κομμάτι γιατί όπως και η ίδια η Κάλλας λέει στο τέλος της ζωής της, τα δικά της απομνημονεύματα γράφηκαν με τη φωνή της και όχι με τα γραπτά της.
Η φωνή της ήταν αυτή που χάραξε την ιστορία της, αυτή που εξέφρασε τα πάθη της, αυτή που έκανε τους ανθρώπους στα πέρατα του κόσμου να υποκλίνονται στο ταλέντο της και τότε και για πάντα.
Η Μόνικα Μπελούτσι, με κάποιες αδυναμίες εκπλήρωσε πολύ καλά το σκοπό της παράστασης που δεν ήταν άλλο από να δώσει χώρο στη μουσική. Η σκηνοθεσία αν και αρκετά στατική ήταν ικανοποιητική χωρίς να μπορέσει να μεταφέρει υποψιαζόμαστε σε ένα ανοιχτό χώρο, μια ιδέα που φτιάχτηκε για κλειστά θέατρα.
Ελάχιστα λεπτά μετά την έναρξη και μόλις καταλάγιασε το χειροκρότημα, ξεχάσαμε ότι μπροστά μας είχαμε την Μόνικα Μπελούτσι. Γιατί δεν είχε καμία σημασία. Αυτό που είχε τεράστια σημασία ήταν οι μουσικοί που κλήθηκαν να επιτελέσουν το πιο δύσκολο έργο.
Η Καμεράτα με την καθοδήγηση του μοναδικού Γιώργου Πέτρου έπαιξε μερικά από τα αριστουργήματα που ερμήνευσε η Κάλλας και σε πολλά σημεία τη «συνόδευσε».
Η φωνή της Κάλλας, αν και ηχογραφημένη κατάφερε να ξεπεράσει το Ηρώδειο και να φτάσει όσο ψηλά έφταναν και οι νότες που «έπιανε». Στον ουρανό.
Λιτά σκηνικά, ένα μόνο καναπές και ένα γραμμόφωνο για να μεταφέρουν τη ζωή μια γυναίκας που αγάπησε με πάθος αλλά παρέμεινε δυστυχισμένη.
Επιστολές σε φίλους, μεγάλους έρωτες, τομ Παζολίνι αλλά και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Τον δικό της Αρίστο που δεν κατηγόρησε ξεκάθαρα ποτέ, ακόμα και όταν έμαθε για τον γάμο του με την Τζάκι από τις εφημερίδες.
Ανάμεσα σε λόγια, εξομολογήσεις και καταθέσεις ψυχής αριστουργήματα της παγκόσμιας δημιουργίας. Τραβιάτα, Μήδεια, Καβαλερία Ρουστικάνα, Τόσκα, Βέρθερος και Υπνοβάτις.
Όλα στιγμές μιας ζωής που δεν μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς τη μουσική. Και αυτό είναι που ξένισε αρκετούς θεατές που έψαχναν περισσότερο την ίντριγκα πίσω από την γυναίκα μύθο. Που αναζητούσαν τα κουτσομπολιά για τις απόπειρες αυτοκτονία, το μυστήριο τέλος, την δραματική ζωή των τελευταίων χρόνων.
Η παράσταση φρόντισε -και πολύ σωστά έκανε- να μείνει σε αυτό που και η ίδια η Μαρία Κάλλας ήθελε να χαραχτεί δίπλα στο όνομά της. Σε μια παθιασμένη γυναίκα που μέσα από τη μουσική της, χρησιμοποιώντας αυτή την αδιανόητη τεχνική και φτάνοντας σχεδόν σε απόκοσμες ψιλές νότες, κατέθεσε την ψυχή της.
Με μεγάλη διαφορά η πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς η εκτέλεση από τον Γιώργο Πέτρου της «Ελεγείας» του Ζυλ Μασνέ στο ιστορικό πιάνο που της είχε χαρίσει ο Αριστοτέλης Ωνάσης.
in.gr