Η ιστορική μνήμη αποτελεί στοιχείο της εθνικής ταυτότητας ενός λαού. Εν
προκειμένω, τα γεγονότα του πολέμου 1940-1941 και της κατοχής, όπως και
άλλα προηγούμενων ιστορικών περιόδων, ανέδειξαν, ως διαχρονική στάση
ζωής του ελληνικού λαού, την αντίσταση προς όσους επιβουλεύονται την
ανεξαρτησία της πατρίδας, την ελευθερία των πολιτών, τη δημοκρατία.
Πρόκειται για χαρακτηριστικό που, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας
και των ιστορικών συγκυριών, έχει ενσωματωθεί στο «κύτταρό» του,
αποτελώντας αναπόσπαστο στοιχείο της παράδοσής του. Όλοι όσοι
επιχείρησαν να τον υποτάξουν, απέτυχαν.
Η ιστορική μνήμη, υπό προϋποθέσεις, είναι και ζώσα πραγματικότητα, ιδίως
στην ευρύτερη περιοχή στην οποία η Ελλάδα ανήκει, όπου οι αντιθέσεις του
παρελθόντος αναπαράγονται συνεχώς, είναι ενεργές και ενσωματώνουν
σημερινά υπαρκτά προβλήματα.
Ο φασισμός συνιστά διαχρονική απειλή.
Η βαρβαρότητα και οι θηριωδίες του, όπως εν προκειμένω η εκτέλεση των
212 Ελλήνων πατριωτών από τους Γερμανούς κατακτητές, στις Βίγλες στις
24.2.1944, αποτελούν εγγενή στοιχεία του.
Σήμερα, που (ο φασισμός) «σηκώνει» και πάλι «κεφάλι» υπό διάφορες
μορφές, μπορεί κι πρέπει να αντιμετωπισθεί, με θεσμικά και οικονομικά μέτρα
και κυριως με τη διαμόρφωση αντιφασιστικής συνείδησης και με την
ενεργοποίηση εναντίον του της κοινωνίας των πολιτών και των δημοκρατικών
πολιτικών δυνάμεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ούτε οι εκδηλώσεις μνήμης, ούτε η διεκδίκηση των
γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, αποτελούν
«ιδεοληψία» ή παρωχημένη εμμονή με το παρελθόν. Συνιστούν κινήσεις
αποκατάστασης στοιχειώδους δικαιοσύνης και εκπλήρωσης ηθικού χρέους,
ώστε εκείνα τα αποτρόπαια γεγονότα να μην τα καλύψει η παρέλευση χρόνου
και συνακόλουθα η λήθη που κάποιοι επιδιώκουν να επιβληθεί.